ἐπίσκεψαι

ἐπίσκεψαι
ἐπισκέπτομαι
pass in review
aor imperat mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επισκοπώ — (AM ἐπισκοπῶ, έω) [επίσκοπος] είμαι επίσκοπος, επισκοπεύω αρχ. μσν. ενδιαφέρομαι, προνοώ, φροντίζω για κάποιον («ὅπου ἐπισκοπεῑ τὸ φῶς τοῡ προσώπου Σου, Κύριε») αρχ. 1. παρατηρώ, εξετάζω, βλέπω κάτι («ὦ Ζεῡ, χρόνῳ μὲν τἄμ’ ἐπεσκέψω κακά», Ευρ.) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”